|
страдать водянкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдать водянкой? — δρωπικιάζω как с (ново)греческого переводится слово δρωπικιάζω? — страдать водянкой — στολή — δεκάτευμα — ραδιοσύνθεση — αγριάνθρωπος — αναβατήρας — χειμωνόπουλο — ρεβόλβερ — ασυντήρητος — αποτεφρωτήριο — στυπόχαρτο — κοκεταρία — αυτοκινητοδρομία — λυτρωμένος — μαντό — ανάβαση — απογηράσκω — εντεροσκοπία — κένταυρος — μυϊκός — δαχτυλιά — ανακάθημαι |
|||