Новогреческий словарь
καταδρομικό
καταδρομικό
το
крейсер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крейсер
? —
καταδρομικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταδρομικό
? — крейсер
#
(ново)греческий словарь
—
μπεγλεράω
—
άμυαλος
—
αλάνθαστος
—
παραμελούμενος
—
μαστωδυνία
—
αστρικός
—
διασφήνωσις
—
αφηγήτρια
—
αριστοτέχνης
—
καθεστηκώς
—
αδυνατίζω
—
αρχοντομίλητος
—
ιδιαίτερο
—
αρκούντως
—
ελυμα
—
ριπίδιον
—
απελπιστικός
—
βουτσάς
—
χρησμολογώ
—
εξεμώ
—
ξενόκουμπο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве