|
η прям., перен. выход; δάσος άνευ διεξόδου — непроходимый лес; δίδω ~ο στό αίσθημα — дать выход чувству; άλλη ~ δέν υπάρχει — [phrase]другого выхода нет[/phrase]; ουδεμία ~ ευρίσκεται εκ... — [phrase]нет никакого выхода из...[/phrase]; === ~ εμπορική — экспорт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выход? — διέξοδος как с (ново)греческого переводится слово διέξοδος? — выход — πρόσδεση — Πρωτημαρτιά — περίθλαση — ξοδεύω — νόμισμα — κάπηλος — πίκρισμα — αμαρταίνω — ολονυχτία — αδιαφώτιστος — φροντιστηριακά — παρακοιμάμαι — σογχωρητός — εγκάθειρξη — τζάμι — στρεπτοκοκκικός — φτήνια — αγγλοτραφής — διατσέντο — βαμβακαγορά — πυριτιδόκονη |
|||