Новогреческий словарь
διέξοδος
διέξοδ|ος
η прям., перен.
выход
;
δάσος άνευ διεξόδου — непроходимый лес
;
δίδω ~ο στό αίσθημα — дать выход чувству
;
άλλη ~ δέν υπάρχει — [phrase]другого выхода нет[/phrase]
;
ουδεμία ~ ευρίσκεται εκ... — [phrase]нет никакого выхода из...[/phrase]
;
===
~ εμπορική — экспорт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выход
? —
διέξοδος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διέξοδος
? — выход
#
(ново)греческий словарь
—
ημίπτωτος
—
καβαλαρία
—
πούντσι
—
πρωτεία
—
ανθυποβρύχιο
—
αποβλητος
—
παραπαίδι
—
πισσοτήρ
—
μπιστόλι
—
απερίφρακτος
—
ανισόμετρος
—
βουτυρίλα
—
τσαγκαροδευτέρα
—
αλέκιαστος
—
προαπαντώ
—
φιλτράρω
—
ισχίο
—
παρελθών
—
αποκαρδιωτικός
—
ιστολογικός
—
αιμοβόρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве