|
το имущество(__,__) приобретённое нечестным путём #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имущество, приобретённое нечестным путём? — διαβολομάζωμα как с (ново)греческого переводится слово διαβολομάζωμα? — имущество, приобретённое нечестным путём — τραπεζικός — κληροδότης — γεροντοκορισμός — αυτοχειροτόνητος — αμαυρωμένος — νυχτοπερπατάω — μαγυαρικός — ωοφάγος — αποκλαμός — μικρόμυαλος — φτεροπηδώ — καταφέρνω — φιλοσοφικότης — μηχανοθεραπεία — αξιονάγνωστος — υστερόβουλος — βλαισόπους — τηλεφωνία — ανίσως — χιονόμαλλος — ξελάκκωμα |
|||