|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κονσουμασιόν? — — δαμασμός — παπαγαλίστικα — υποσταλτικός — αμυγμία — διάσπαση — καταφοβίζω — εκατοστάρικος — αποτεφρωτήριο — ανατεθειμένος — συμπιλώ — εύκοσμος — μεγαλοποίηση — σαλός — τυποποιώ — επισημειωτικός — ψάθα — παραλογιάζω — αυτοεγκατάλειψη — αλογίκευτος — επωαστήρας — διακόνεμα |
|||