|
η градуировка (результат) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово градуировка? — βαθμονομία как с (ново)греческого переводится слово βαθμονομία? — градуировка — τουφεκιά — γάτος — Αμερική — συσχετίζω — οδηγισμός — αρχοντομαλάκας — τσουκαλιά — μπασίστας — επακολουθώ — δίφορος — μανίκι — ψαρότρατα — ανθηση — κατασκοπεύω — χαροπάλεμα — σφαλνω — ενεργούμενος — στέριος — βαρεμένος — μοντερνιστικός — φαυλος |
|||