|
αόρ. от τέμνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ετεμον? — — εμπτύω — λιποβαρής — γλαυκώδης — γραφομαντεία — ψιθυριστά — ζημιαρόγατα — αναλφάβητος — αδικοβάλλω — δήλιος — καταψιά — αμπαρωμένος — κατωσέντονο — ενδημώ — ανταριασμένος — αμύλα — στοιχειοθετημένος — φκιαρίζω — πολυέλαιος — μανάλι — βαροθερμογράφος — αλληλασφάλεια |
|||