|
η прям., перен. колыбель; ~πολιτισμού — колыбель культуры #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колыбель? — κοιτίδα как с (ново)греческого переводится слово κοιτίδα? — колыбель — φυλλοστρωμένος — μώλος — σελλάς — χειροσφαίριση — λειχηνιώ — λυράρισσα — φωτοσύνθεση — εγγλεζοφέρνω — γλυκοθώρημα — μονωδώ — ευνοούμαι — πολυώδυνος — πονοκεφαλιάζω — ασπρολίθι — δακτυλογράφος — αμπέλινος — πολυωνυμικός — αντεπεξέρχομαι — ποικιλία — ιχθυολόγος — σμικρoς |
|||