|
η ослепление (красотой и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепление? — εκθάμβωση как с (ново)греческого переводится слово εκθάμβωση? — ослепление — ερείπιο — γλοιώδης — πυξιδοθήκη — πολλαπλασιαστής — υπογραμμίζω — ειρωνικώς — καταδύομαι — παραγεμίζω — σοβαρολογώ — βλεφαρίδα — λευκόν — κάρπωση — έιπα — μπέϊκος — φρυγανιέρα — ζαρομάτης — σκωπτικά — ενηλικιώνομαι — κουφομυαλιά — διακοσάρης — αφρόεις |
|||