Новогреческий словарь
συχνάκις
συχνάκις
часто
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
часто
? —
συχνάκις
как с
(ново)греческого
переводится слово
συχνάκις
? — часто
#
(ново)греческий словарь
—
λιμοκτονώ
—
αιμοβόρος
—
μετάγγισμός
—
άνθηση
—
πτοώ
—
ευδαιμονικός
—
εγκεφαλοπάθεια
—
δεκατευτής
—
ντουβαροκέφαλος
—
νταντής
—
καλοζυγιάζω
—
Ρωμαία
—
αφίνω
—
συγκρητισμός
—
πασίχαρος
—
ασφάλιστος
—
αντεγκαλώ
—
απείραχτος
—
απαρασάλευτος
—
τεμαχηδόν
—
ιχθυέλαιον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,