|
бьющий вверх (о воде) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бьющий вверх? — αναβρυτός как с (ново)греческого переводится слово αναβρυτός? — бьющий вверх — οικοπεδοποίηση — δεινοθήριο — ισοτέλεια — χαρτζιλίκι — κυβερνώ — ζέστα — λέβ — λιόκλαδο — βασαλτικός — επαμφοτερίζω — μαννάρα — ρασιστής — φλογίζομαι — εφογα — χαβούτσια — αντίφεγγο — αρμονική — ραμολιμέντο — φλεβοκομβικός — κουτσό- — αριθμός |
|||