|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τεντόπανο? — — μικροϊδιοκτήτης — νεφελοσκεπής — χρηματοσυλλογή — ανιμισμός — νοσηρός — καθοδηγώ — λησμονητής — ανεκφώνητος — δωσιδικία — συμπηγνύω — ανιφτος — αυγουστιάτης — αλυσοδένω — αλεκτρυονικός — πολυνησιακός — απειροστό — βληχηθμός — ανερωτώ — μαυραγάνι — αναγνώνω — νεωδόχος |
|||