|
мед. страдать слоновой болезнью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдать слоновой болезнью? — ελεφαντιώ как с (ново)греческого переводится слово ελεφαντιώ? — страдать слоновой болезнью — καμποτίνος — Ρουμάνος — κούτσα — εξομάλισμός — σταλάζομαι — ξαστοχιά — θυμητάρι — αντενδείκνουμαι — ηλεκτροφώτιστος — κατάληξη — ωοσκόπιο — στάχυ — νεφρολιθικός — περιηγητήτρια — υδροσκοπική — πολυπράγμων — τριγμός — βιβλιοκλόπος — ξεκαπέλλωμα — εξοφλτιτικό — μινιστέριον |
|||