|
το 1) наступление полдня; 2) полуденный отдых #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наступление полдня? — μεσημέριασμα как на (ново)греческом будет слово полуденный отдых? — μεσημέριασμα как с (ново)греческого переводится слово μεσημέριασμα? — наступление полдня, полуденный отдых — εθνωφελής — δή — νερουλιάρης — αρχοντικο — συνοστέωση — κυλιστός — πτεροφυία — δεκαεπταέτης — σηροτροφείο — ξινοτύρι — διαφημιστής — σύνδρομο — στρειδολόγος — μηλοβολία — ζωμοδόχος — κατοίκηση — αντιπροσωπευτικότητα — γιγάντειος — μαθηταριό — δαψίλεια — φύλλωσιά |
|||