|
(-εως) η обмазка, штукатурка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обмазка? — αμμοκονίαση как на (ново)греческом будет слово штукатурка? — αμμοκονίαση как с (ново)греческого переводится слово αμμοκονίαση? — обмазка, штукатурка — μυρμηκικός — έτοιμος — αμεταρρύθμιστος — γυναικοπρεπής — νοτιοανατολικός — γροικάω — χεροκρατώ — ζητιανεύω — μπαλαντζάρω — δηγιούμαι — μπάριζα — εμπλαστρον — ενσπόνδυλος — Ιανουάριος — σουρντίζω — πυελοσκόπηση — κακοφανισμένος — ρουλεταρτζής — καίγω — συμφιλιώτρια — υπογλυκαιμία |
|||