|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοπιάω? — — θεσμοδότης — διαφόρησις — παρεισφρέω — ωοθυλάκιον — εγωτισμός — πιονιέρος — κολιέ — εξάμηνος — αβάσιστος — εβγαίνω — τρικυμία — αμπέρ — δίστοιχος — χρυσάκτιν — πισσωτής — ανακύπτω — ρετούς — γαυρίαμα — ηττημένος — αγγειεκτασία — συνταγμένος |
|||