|
το ретушь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ретушь? — ρετούς как с (ново)греческого переводится слово ρετούς? — ретушь — αυτοκατευθυνόμενος — άφεριμ — λάμια — παλαιοντολογία — δεσπόζω — πεντηκοστιανοί — αμαίευτος — αλληθωρίζω — ακαλλώπιστος — αυτόχρους — ώσις — ελληνολάτρης — αφάγανος — επανορθώσιμος — ήρα — χρυσολάμπω — ζυγός — ασταφίδωτος — προδοσία — αντικαλαισθητικός — απεργοσπαστικός |
|||