Новогреческий словарь
αναβαπτιζόμενος
αναβαπτιζόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναβαπτιζόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ωτίτης
—
Λαμπρά
—
εφυγραίνω
—
ξεδίπλωμα
—
συντομογραφικώς
—
δροσάτος
—
γεντίτσι
—
δεκαπενταύγουστος
—
συγκεντρωτικός
—
διακολυμβώ
—
ρέβα
—
αθέρμαντος
—
φτίση
—
βαλλιστίτις
—
υπόταξη
—
πιτσουνάκια
—
βουλγάρική
—
λογόστεμα
—
ροπαλάκι
—
εισπνεόμενο
—
μπήξιμο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,