|
αόρ. от εισπίπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εισέπεσα? — — τοματοπελτές — υδατόπτωση — αριστερόστροφος — φεύγα — ένδοθεν — αμπελοκλαδευτής — οχεύς — φλώρος — μάντιλο — περαταριά — αστεφάνωτος — λογάτε — πολυχρονίζω — παίκτης — δακρυογόνο — γαλάτος — μισανθρωπία — αρχοντικά — παράσημο — τσάγαλο — λύμη |
|||