Новогреческий словарь
εισέπεσα
εισέπεσα
αόρ. от εισπίπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισέπεσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φαεννός
—
αθέρμαντος
—
μπέκ
—
λυσσάρης
—
εκλεχτός
—
παραφόρτωμα
—
σερβάντα
—
μετοχάρισσα
—
ηλιοστάσι
—
μοιρολογάω
—
κρεμμυδόσουπα
—
εθναρχικός
—
ελευθερώσιμος
—
περιφερειάρχης
—
ξενόφωνος
—
ροδέλλα
—
ψηλόλιγνος
—
σπαθολόγχη
—
περιοδεύω
—
μάγεύμα
—
αλωνιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω