|
το рудник; шахта #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рудник? — ορυχείο как на (ново)греческом будет слово шахта? — ορυχείο как с (ново)греческого переводится слово ορυχείο? — рудник, шахта — δέσποτας — οψίπλουτος — υδροθώρακας — εκούσια — χορευτικός — φωταντίτυπο — σταυρωτής — ακροβατώ — καταφρόνια — βαγιόκλαρο — μονά — διόφθαλμος — μαλλιοτραβάω — σκώπτρια — πάπρικα — αποχωρίζομαι — καραμπινάτος — πρόσκτηση — ακρήμνιστος — χαρτορρίχτρα — Λονδρέζος |
|||