|
το панцирь (черепахи, рака); раковина (улитки); === μαζεύομαι (или κλείνομαι) στό ~ μου — уходить в свою скорлупу, замыкаться в себе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово панцирь? — καβούκι как на (ново)греческом будет слово раковина? — καβούκι как с (ново)греческого переводится слово καβούκι? — панцирь, раковина — ουσιαστικός — έκτρωση — συγκεντροποιημένος — ανιχνεύσιμος — διχάζομαι — ευκαρπία — κεφάλαιο — μήνη — πλευρώδης — άλα — αβγατίζω — αλειμματάς — σεπτεμβριανός — αποθερίζω — προσκόπτω — μύκητας — ποτενσιόμετρο — συναλληλία — ασπάρακτος — διαθλαστός — πρωτοκόλληση |
|||