|
ο эк. партнёр, компаньон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово партнёр? — συναλλασσόμενος как на (ново)греческом будет слово компаньон? — συναλλασσόμενος как с (ново)греческого переводится слово συναλλασσόμενος? — партнёр, компаньон — λεξικολογικώς — δενδρόκηπος — φάλαινα — αεροδρόμιο — γνωσιμάχος — βαρεμάρα — Θεσσαλονικιά — κωλύω — σαββατιάτικα — γαλλομανής — επιβολεύς — πιγκώνω — μπάλσαμο — αγδίκιωτος — γραβάδι — Ψαθάδες — μελιτριόζη — αμπελιάτικα — βακίλλιον — ευφαντασίωτος — χαλκοπλαστικός |
|||