|
уст. быть в состоянии эрекции #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть в состоянии эрекции? — στύομαι как с (ново)греческого переводится слово στύομαι? — быть в состоянии эрекции — πνευματωδώς — ενσπέρματος — εξαδάκτυλος — αγαθιόρης — καραγκιόζης — κυτιοποιός — αγουρόλαδο — ασβεστοποίηση — ψυκτικός — ζωοειδής — μάρτυς — αλληλομάχος — επίδικος — μεταβατικότητα — καραγκούναρος — ανιστόρητος — γιγάντιος — νουνά — ασπρολέλεκας — ηλεκτροδιαγνωστική — γιάμπολη |
|||