|
страноведческий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страноведческий? — χωρογραφικός как с (ново)греческого переводится слово χωρογραφικός? — страноведческий — χαϊδεύω — ασπριστής — εσωθικά — γαιοκτήμονας — μαμμούνι — διηλώνω — λουλάκι — αλιεία — βιταμίνα — όξω — αποχρωματίζω — σπιθούρι — ελληνιστικός — μονοκονδυλιά — φιλιωτής — απεργός — βοηθώ — κεμέρι — αρχειοφυλακείο — γεωδαιτώ — μειδίαμα |
|||