|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανησυχαστικά? — — εντεροπληγία — ακέρδευτος — σκατούλα — τσάχαλο — ωόγολα — Σλοβάκα — σφαλερός — εφημερεύων — ζηλοτυπία — ολόφρεσκος — πόκος — εναπόθετος — προπερισπώ — ατελώνιστα — σκωληκοειδεκτομή — προστακτικός — αποτυγχάνω — υγρόληχτος — αποκέρν — αλατοχημεία — διαφυλαγμένος |
|||