Новогреческий словарь
ηλικιώτης
ηλικιώτης
ο
ровесник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ровесник
? —
ηλικιώτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηλικιώτης
? — ровесник
#
(ново)греческий словарь
—
μυρωμένος
—
απολυταρχικός
—
εναγώνιος
—
δρομομετρία
—
πλατειασμός
—
υδατόμετρο
—
βάρυον
—
χειρόκτιον
—
μισοκοίλι
—
ασπαραγγιά
—
προφυλακιστέος
—
φυσώ
—
μοντερνίζω
—
αναρχομαλάκας
—
ομιλία
—
φωτοάλμπουμ
—
φαρμακίλα
—
αποκοιμούμαι
—
διασκεδαστικά
—
εντεροκολίτιδα
—
ύπερ-
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве