|
I τό отрыжка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отрыжка? — ρέψιμο как с (ново)греческого переводится слово ρέψιμο? — отрыжка — υφαλόχρωμα — ατρύπητος — εντεροπληγία — σέβαση — μεταπολιτευτικός — γεφυροθοποιός — αξάνοιχτος — άνθι — αναπόκτητος — οπλαρχηγός — φύλλο — χοράρχης — μάξιμουμ — υποδηματοπώλης — ρέφουλα — υπογλυχαιμία — αλυσωτός — αποκοτιαίνω — καρκαλέτσος — επιτετραμμένος — διαβατικός |
|||