|
ο пневмоторакс; τεχνητός ~ — искусственный пневмоторакс #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пневмоторакс? — πνευμοθώρακας как с (ново)греческого переводится слово πνευμοθώρακας? — пневмоторакс — οσάκις — δεκαστής — πίπιζα — μετεγγράφω — φουρκίζομαι — αλητεία — αζωτισμός — κάργια — ενδομήτριο — διαφημιστής — διαπνέω — ομοιοπολικός — αμμωρυχείο — φεγγαρόφωτος — υπερύψωση — μεταμοντερνίστρια — καταπραϋντικός — πρωτόγεννος — επενέβην — αισθησιασμός — ξαναγυρνώ |
|||