|
ο, η конъюнктурщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конъюнктурщик? — καιροσκόπος как с (ново)греческого переводится слово καιροσκόπος? — конъюнктурщик — μπρούντζος — λάκκος — ιμπεριαλιστικός — μυξιάζω — ανοικειότητα — ελαττώνω — μετάγω — απαράδοτος — ευσταθής — αναλος — συναγρίδα — τσεκούρι — ομοιόθερμος — αχυρόχρους — βιλλί — στερεοτυπικός — ημερομηνία — σούρτης — καιρος — αθυμίαστος — βαθιοπράσινος |
|||