καιροσκόπ|ος

формы словаβ
καιροσκόπ|ος
ο, η конъюнктурщик



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово конъюнктурщик? — καιροσκόπος
как с (ново)греческого переводится слово καιροσκόπος? — конъюнктурщик


μπρούντζοςλάκκοςιμπεριαλιστικόςμυξιάζωανοικειότηταελαττώνωμετάγωαπαράδοτοςευσταθήςαναλοςσυναγρίδατσεκούριομοιόθερμοςαχυρόχρουςβιλλίστερεοτυπικόςημερομηνίασούρτηςκαιροςαθυμίαστοςβαθιοπράσινος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit