|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βαθμολογητής? — — ωμοφαγία — ανεξίθερος — ομοιότυπος — αφτιάζομαι — ξεμπαλλάρω — ανεμόμετρο — τραντάζω — λιμουζίνα — πυορροϊκός — γλιστριά — σιάση — γυναικίτι — σκουληκιάζω — σαράφης — πετρελαϊκός — αξιάδα — νευροδιαβιβαστής — σύριγγα — γλυκούλης — χρηματιστική — ξεγύμνωτος |
|||