|
популяризовать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово популяризовать? — εκλαϊκεύω как с (ново)греческого переводится слово εκλαϊκεύω? — популяризовать — ευεργεσία — εξιχνιάζω — εταστικός — αγγελοβάρεμα — μετάνια — καπνοβιομήχανος — ψυχοβιολογία — καλύβι — διαλυτότητα — ασκός — αερόσφυρα — τετράποδο — απόσκολα — γύρισμα — ασβεστοπώλης — παράγων — κουρελαρία — τηλεόραση — αυτοκρίνομαι — σάρωθρο — κράνο |
|||