Новогреческий словарь
αμορτισσέρ
αμορτισσέρ
το тех.
амортизатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
амортизатор
? —
αμορτισσέρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμορτισσέρ
? — амортизатор
#
(ново)греческий словарь
—
χαλυβοποιείο
—
ερωτοδουλειά
—
ξυλοειδής
—
τροπαιούχος
—
εκπιεστός
—
ευμέθοδος
—
κοντοχωριανός
—
στερεοτυπικός
—
υψοδείχτης
—
ενσχοίνιση
—
μισθοσυντήρητος
—
άκρατος
—
πρωρατικός
—
κυκλώνω
—
μπαλάντσο
—
αδιαφιλονίκητος
—
γαστρικός
—
εγκεφαλοπάθεια
—
ψαλτικός
—
αυξησιμετρία
—
στείρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве