|
η синкретизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово синкретизм? — θεοκρασία как с (ново)греческого переводится слово θεοκρασία? — синкретизм — παιδοκτονία — τερματικό — αυτοσχεδιάστρια — ανάστατος — σπόρισμα — ανενοίκαστος — δεκάτισμα — ρατσιστικά — χοντρέμπορος — ξερόκλαδο — αναθύμημα — κατάχλομος — ωδικός — κυτιοποιία — γλυκομιλώ — έτριξα — άνθραξ — ερωτισμός — εγχείρηση — επιμεταλλώνω — διοικητής |
|||