|
стеариновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стеариновый? — στεατικός как с (ново)греческого переводится слово στεατικός? — стеариновый — ασβολώδης — υαλόλιθος — σαμαροσκούτι — ανθίζω — αποσκορακισμός — υπτιάζω — αποζητώ — λεχούδι — ποικίλλω — σούζα — πληθωρισμός — επιτόκιο — εναρμόνιος — ισπανόφιλος — αντισημίτης — άλαλος — ωτοπλασία — παραδόπιστος — κοριτσάκι — κλωσσώ — κάλυψη |
|||