|
Бетельгейзе #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Бетельгейзе? — Μπετελγκέζ как с (ново)греческого переводится слово Μπετελγκέζ? — Бетельгейзе — πλανητικός — μαρκούτσι — υποτακτικός — ακουαρελίστας — σύμμεικτος — θειαφόθωρος — μαβής — καθιστικός — ντίβα — αδιάγνωστος — μεγαλόσχημος — τοξικοφόρος — μαγαζιάτορας — αποτελεσματικότητα — πουστράκι — ανήλεος — γεωργία — τονικότητα — βλαχόκαλτσα — τεχνίτρα — ξεκούμπισμα |
|||