επανειλημμένως

формы словаβ
επανειλημμένως



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово επανειλημμένως? —


ξαγορευτήςαβαθμολόγητοςανιπτοςθερμομέτρημαγραφιδοθήκηφιλοσοφικότηςστρατολογίαπαραπλάνησηκάνεξεθώριασμανεροφείδααγουρίδαμονοθάλαμοςεσπερίδαξύλημαπόντοςσκάμναπρισματοειδήςταράσσομαιεξαμβλωτικόςγυαλόχαρτο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit