|
~εως η уравновешивание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уравновешивание? — αντιρρόπησις как с (ново)греческого переводится слово αντιρρόπησις? — уравновешивание — αρετσίνωτος — τρισένδοξος — σαλιαρίζω — καρπώτρια — σακχαρόπηκτον — άγγιχτος — διαψεύδω — βουβωνικός — φιλοζωία — αλωπεκή — πραγματοποιούμαι — ζωμός — ετυμολογικός — ανατομικά — ακριτικός — φαυλότητα — θυμιατήριο — συμφωνώ — γουρουνόμουτρο — ανημπόρευτος — λόχη |
|||