|
το гамак; качели, люлька (висячая) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гамак? — ανεμόκουνι как на (ново)греческом будет слово качели? — ανεμόκουνι как на (ново)греческом будет слово люлька? — ανεμόκουνι как с (ново)греческого переводится слово ανεμόκουνι? — гамак, качели, люлька — ενσφράγιστος — κελύφι — κιτρέλαιον — δυναμώνω — μελισσόκηπος — αγογγυσιά — ηρανθές — ηλεκτρομετρικός — αντιικός — σωρεύω — καταδιώκουσα — σιρμαγιά — κοκκινιστός — δρακιά — ενήλικας — βόρβορος — συνοφρύωσις — αθέατος — χολοκυστεκτομία — εξοστρακίζω — καταλυτής |
|||