|
ο монах #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово монах? — λαυρίτης как с (ново)греческого переводится слово λαυρίτης? — монах — ξεδιαντροπιά — επιτροπεύων — προάγω — σουβλομύτης — φιλοτελικός — λαοπρόβλητος — όψη — κοσμοπλάστης — αλευροσάκκι — φωτοπαγίδα — καλορρίζικα — ιαχή — ακτινοσκοπικός — φασματοσκοπικός — σκανιάζω — διαπρύσιος — φερέγγυος — τρελοκατάσταση — σπαλέττα — αεριοποιούμαι — Ιούλιος |
|||