Новогреческий словарь
λαυρίτης
λαυρίτης
ο
монах
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
монах
? —
λαυρίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαυρίτης
? — монах
#
(ново)греческий словарь
—
εταίρος
—
αδευτέρωτος
—
ζητιάνεμα
—
ανεπιτήρητος
—
αρεσιά
—
αμμάτιση
—
εξονύχιση
—
σκάλεθρον
—
άρδην
—
σκληροδερμία
—
γλινιάζω
—
νεώτερα
—
λαϊκάντζα
—
γρουξιά
—
σκουπιδιάρισσα
—
αγωνοθεσία
—
γιάτσος
—
ἀναστηθείς
—
πεντηκοντάκις
—
ανάκαμψη
—
ονομαστικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве