|
η юр. наложение передаточной надписи (на денежном документе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наложение передаточной надписи? — οπισθογράφηση как с (ново)греческого переводится слово οπισθογράφηση? — наложение передаточной надписи — ακολάκευτα — φιλιωτής — έγκλειση — ερημόνησος — μητροκτησία — συνωμοτώ — ασυγχρόνιστος — χορογραφώ — ενωμοτία — νομολογία — ατσιγάριστος — ταλέντο — ευφλεκτότητα — επιδιαιτησία — επιταυτού — αλάκερος — εγκαθείργω — κόλουρος — δίφανος — φωταγώγία — κανείς |
|||