|
утешать самого себя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово утешать самого себя? — αυτοπαρηγορούμαι как с (ново)греческого переводится слово αυτοπαρηγορούμαι? — утешать самого себя — εβραιοπούλα — αμάγευτος — διοικητής — χώρισμα — μαγείρισσα — αμετάκλητα — πλαστογράφηση — λιθοχαράκτης — μπουκαδόρος — λεμφογραφία — στρώνω — αρχαιοσολία — λούτσος — απόθλιψη — αλοτριβείον — πράγμα — αλλότρια — βακτηριδιακός — ακραίχμιον — δυάρι — σακχαρότευτλο |
|||