|
ο спазм(а) горла [x:trans]спазм горла;спазма горла[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спазм горла? — φαρυγγισμός как на (ново)греческом будет слово спазма горла? — φαρυγγισμός как с (ново)греческого переводится слово φαρυγγισμός? — спазм горла, спазма горла — αχρειολογία — φιλανθρωπία — ανδράχλη — χτένισμα — ικετευτικά — συρματικός — πλεονεχτώ — αναδίκαση — καταντρέπομαι — δακτυλολογία — αρτόδενδρον — φλέψ — αμπελοφθόρος — πεντηκονταπλασιάζω — σχάρα — διάσφιγξη — αρίφνητος — υδρασκός — ανάριωμα — σκύβαλο — φουκαρού |
|||