|
ускоряться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ускоряться? — γρηγορεύομαι как с (ново)греческого переводится слово γρηγορεύομαι? — ускоряться — δάμασμα — ξαναζήσιμο — αργοσαλεύω — ένταξη — αφηνιασμός — έγκαυμα — κατασκονίζω — ανυπόσταλτος — μπέμπης — σπιθηρίζω — παραλογητό — υποδηματοβιομήχανος — διάβρεξις — επινοητικός — αναγεννήτρια — απέραστος — βομβυκοτροφείον — φρικίαση — ιλαροτραγωδία — βρεφοστάθμη — σχισμάδα |
|||