γρηγορεύομαι

формы словаβ
γρηγορεύομαι
ускоряться



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ускоряться? — γρηγορεύομαι
как с (ново)греческого переводится слово γρηγορεύομαι? — ускоряться


δάμασμαξαναζήσιμοαργοσαλεύωένταξηαφηνιασμόςέγκαυμακατασκονίζωανυπόσταλτοςμπέμπηςσπιθηρίζωπαραλογητόυποδηματοβιομήχανοςδιάβρεξιςεπινοητικόςαναγεννήτριααπέραστοςβομβυκοτροφείονφρικίασηιλαροτραγωδίαβρεφοστάθμησχισμάδα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit