Новогреческий словарь
παρκάρισμα
παρκάρισμα
το
парковка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρκάρισμα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αρμόδιος
—
ός
—
έγνοια
—
Ολλανδέζα
—
έκχυση
—
παλιατζήδικο
—
γλυκερινικός
—
ραβδωτός
—
λιθοκοπία
—
εκποιήσιμος
—
ακόνημα
—
μελόπιτα
—
ακουρασιά
—
σκουπιδαρειό
—
ξεκαπνίζω
—
φάντης
—
φωνακλάδικος
—
σαρακοφαγωμένος
—
βαρύγνωμος
—
χώρηση
—
λυσσιατρείο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве