|
η строительное дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово строительное дело? — οικοδομική как с (ново)греческого переводится слово οικοδομική? — строительное дело — μεταβολή — παχύμετρο — αγερικό — ασημοχρύσαφα — συμπαθής — φριμάσσομαι — αφιλοφρόνητος — πολεμικότητα — ακόλουθα — φωνηματικός — αγαθεύω — μπακαλάος — θερμοχωρητικότητα — μεταλλογραφία — εξεταστικός — αχανής — εβδομηκοστός — ψιλικατζού — χλώρωση — αναβαπτιζόμενος — ωοπλαστία |
|||