|
беговой; ~ό αγώνισμα — состязание в беге; ~ ίππος — беговая лошадь; === ~ λίθος (или πλίνθος) — ложковый кирпич, кирпич(__,__) уложенный ложком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово беговой? — δρομικός как с (ново)греческого переводится слово δρομικός? — беговой — χαιρέτισμα — αντικομμουνίστρια — καλτσάκι — ανέκαθεν — βραχυκατάληκτος — περιπτωσιολογία — αποσκοπώ — διαμαγνητικός — ηγουμένισσα — χάζι — ζωοτροφία — αυτοάμυνα — αντέχομαι — εξετράφην — Φαρισαίος — συγκόλλημα — φερετροποιεία — μπέϊκος — κάφτρα — διεξερευνώ — πρωτεϊνοθεραπεία |
|||