|
никелировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово никелировать? — επινικελώνω как с (ново)греческого переводится слово επινικελώνω? — никелировать — φαλακροκόραξ — χουβαρντόπαιδο — ταξινόμος — μητροσκόπιο — ανάχυμα — ενδυναμωτής — ζωομορφία — Θεσσαλονικιά — αλωπεκισμός — λαρυγγοτραχείτις — νέτα — δηωμένος — φερμπαλάς — πλατύρρυγχος — φρικωδία — μικρόψυχος — αραμπαδιά — αιμοκάθαρση — φιλέ — εκλειπτική — πλιατσικολογία |
|||