Новогреческий словарь
εδάρην
εδάρην
παθ. αόρ. от δέρνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εδάρην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
παλάβρα
—
αντιπροσωπία
—
καταρρακτωδώς
—
εκδιώκω
—
γαλούχησία
—
νυσταγμός
—
κατάκλιτο
—
εκτρέφομαι
—
ευαπόδεικτος
—
σελιδοποιητής
—
πάντοτε
—
ανασκελώνω
—
ευλογώ
—
χτυπιέμαι
—
σκουντώ
—
εγκύπτω
—
ξεφλουδίζομαι
—
δικτατορίσκος
—
σκαρτάρω
—
αιωνίως
—
υποσταθμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве