|
το кормило #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кормило? — διάκι как с (ново)греческого переводится слово διάκι? — кормило — αντικρείνω — αιφνιδιάζω — συγκριτικός — παράνυμφος — τζάκι — υμνωδώ — τσαχπινιά — μεθυλένιο — στραγγαλίζομαι — σκοτεινότητα — αναδιόρθωση — παρακελευστικός — αβούλλωτος — καλλιστεύω — βρωμόστομος — ορνιθοκλέπτης — πρωταθλήτρια — κοττόπιττα — παχύ — δραγασιά — αεριοστρόβιλος |
|||