Новогреческий словарь
διάκι
διάκι
το
кормило
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кормило
? —
διάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάκι
? — кормило
#
(ново)греческий словарь
—
τριχρωματισμός
—
πρεσβύτης
—
αναμνηστικό
—
άκοιρος
—
ξαπλωτά
—
στυπτικός
—
καθολικός
—
πάλη
—
διερράγην
—
εξήντα
—
καφεζυθεστιατόριο
—
αναλωθείς
—
εγωΐστρια
—
άζωστος
—
ευρετίκια
—
λευκαντικό
—
σκαπετίζω
—
Ινδοκινέζος
—
καυσόξυλο
—
πλοηγεσία
—
ακρουρά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве