|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σπατουλάρισμα? — — αφοδευτήριο — εκτεταμένος — κτένιο — τουρμαλίνης — ξεβουλώνω — διαφόρησις — ερημόνησος — γενικεύσιμος — ψέκασμα — δερμίτιδα — κτηριολογία — γκρεμνώ — περιστέρα — μεταβιβάσιμος — αποθαλασσώνω — κλείστρο — αμμόλουτρο — πέραν — ζαρομάτισσα — ηωζωϊκός — πήγνυω |
|||